τριχιώ

τριχιώ
-άω, Α
1. (σχετικά με τα μάτια και τους μαστούς) πάσχω από τριχίαση
2. (η μτχ. αρσ. ενεργ
ενεστ. ως ουσ.) ὁ τριχιῶν
ο τράγος
3. μέσ. τριχιῶμαι, -άομαι
(για τους μαστούς) υφίσταμαι τριχίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. ιῶ, -ιάω δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ναυτ-ιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λειοτριχιώ — λειοτριχιῶ, άω και έω και λειοτριχῶ, έω (Α) έχω ή αποκτώ λείο τρίχωμα («ἡ δὲ κράστις λειοτριχεῑν ποιεῑ, ὅταν ἔγκυος ᾖ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριχιῶ (< θρίξ, τριχός)] …   Dictionary of Greek

  • τριχίαση — η, / τριχίασις, άσεως, ΝΜΑ [τριχιῶ, άω] ιατρ. ανωμαλία τής εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται προς τα μέσα, προς τον βολβό τού ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα. || (μσν. αρχ.) μικρή σχισμή, ιδίως τού κρανίου αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”